- σάκον
- σάκκοςcoarse cloth of hairmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σακόν — Χορός ιθαγενών, πιθανώς της Λατινικής Αμερικής, του οποίου τα πρώτα δείγματα, που ανάγονται στο 17o αι., είναι δοσμένα σε κλιμάκωση για ισπανική κιθάρα. Αποτελούμενος αρχικά από συγχορδίες σε τριαδικό ρυθμό, ο χορός αυτός έγινε αργότερα η… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
ISAAC — I. ISAAC Rabbinus, Viennâ ortus scripsit Orzeruach, h. e. Lux sata est, tempore Mosis ex Kotzi, vide ibi. II. ISAAC fil. Abraham ex Sara. Nat. A. M. 2139. ex Sara matre sterili iam An. 90. et Patre Abrahamo centenario. Obiit A. M. 1318. Aet. 118 … Hofmann J. Lexicon universale
πασακάλια — Αυλικός χορός ισπανικής καταγωγής, του οποίου το όνομα προέρχεται από τις λέξεις pasar (περνώ) και calle (δρόμος). Από μουσική άποψη αποτελεί σύνθεση μιας σειράς παραλλαγών πάνω σε ένα έμμονο βάσιμο και είναι αρκετά όμοια με τη σακόν. Η π., που… … Dictionary of Greek
σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… … Dictionary of Greek
φολία — η, Ν μουσ. ισπανική μουσική μορφή που συγγενεύει με την πασακάλια και την σακόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλ. folia με αρχική σημ. «τρέλα» < αρχ. προβηγκιακό folia < fol «ανόητος, τρελός» < υστερολατ. follus < λατ. follis «φυσερό,… … Dictionary of Greek